- προσαντιλαμβανόμεναι
- προσαντιλαμβάνομαιtake hold of one anotherpres part mp fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαντιλαμβάνομαι — Α πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»] … Dictionary of Greek